- ἀμφιβολή
- ἀμφιβολ-ή, ἡ,A cast as of a net,
λίνοιο ἀ.
fishing-net,Opp.
H.4.149.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίνοιο ἀ.
fishing-net,Opp.
H.4.149.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφιβολή — ἀμφιβολή, η (Α) [ἀμφιβάλλω] 1. κάτι που ρίχνεται γύρω, αμφίβληστρο, δίχτυ 2. φιλονικία, καυγάς … Dictionary of Greek
ἀμφιβολήν — ἀμφιβολή cast fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
Αρκάς — Μυθολογικό πρόσωπο.Γιος του Δία και της Καλλιστώς, που εκπολίτισε την Αρκαδία και βασίλεψε σε αυτήν. Α. ήταν επίσης και επώνυμο του Απόλλωνα. * * * ο (Α Ἀρκάς, άδος) ο κάτοικος της Αρκαδίας αρχ. ο αρκαδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υποτεθείσα … Dictionary of Greek
Δάειρα — και Δαῑρα, η (Α) αυτή που κατέχει τη γνώση (επίθ. τής Περσεφόνης στην Αθήνα). [ΕΤΥΜΟΛ. θηλυκό όνομα σε ειρα (πρβλ. αντιάνειρα, κυδιάνειρα κ.ά.), τού οποίου η ακριβής σημασία είναι άγνωστη. Υποστηρίχτηκε ότι συνδέεται με το δαήναι (απαρμφ. τού αορ … Dictionary of Greek
Μανιχαϊσμός — Θρησκεία την οποία ίδρυσε και κήρυξε στην περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών ο Μάνης. Ο μ., ο οποίος υπέστη διωγμό στην Περσία, διαδόθηκε στην Άπω Ανατολή. Τον 7o αι. έφτασε στην Κίνα και τον 8o αι. έγινε επίσημη θρησκεία της τουρκικής… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
άανθα — ἄανθα, η (Α) είδος σκουλαρικιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. ξένη λ. Η προέλευση από *αὐς άνθᾱ (θ. συγγενές με το οὖς + *ἄνθᾱ < ἄνθος, οπότε ο τύπος θα ήταν ἀάνθα) θεωρείται αμφίβολη] … Dictionary of Greek
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek
άνθεμον — ἄνθεμον, το (Α) 1. άνθος, λουλούδι 2. ονομασία φυτού, πιθ. η Ἀνθεμίς 3. άνθη που τα χρησιμοποιούσαν στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. με τον τ. «άν θος». Χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., καθώς… … Dictionary of Greek